ἀποκεφαλισθείς

ἀποκεφαλισθείς
ἀποκεφαλίζω
behead
aor part pass masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποκεφαλιστής — ο (AM ἀποκεφαλιστής) 1. αυτός που εκτελεί τον αποκεφαλισμό, ο δήμιος νεοελλ. «Αγιος Ιωάννης ο Αποκεφαλιστής» (αντί αποκεφαλισθείς) ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, όταν γιορτάζεται τον Αύγουστο σ ανάμνηση του αποκεφαλισμού του …   Dictionary of Greek

  • αποκεφαλιστής — ο αυτός που κόβει το κεφάλι κάποιου, ο δήμιος· στη φράση « Αϊ Γιάννης ο Αποκεφαλιστής», το «Αποκεφαλιστής» είναι αντί του «αποκεφαλισθείς» (κατά το «Βαφτιστής» πιθανόν) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”